- ἀξιοπροστάτευτος
- ἀξιο-προστάτευτος [pron. full] [ᾰ], ον,A worthy of command, Poll.1.178.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀξιοπροστάτευτος — worthy of command masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιοπροστάτευτος — η, ο (Α ἀξιοπροστάτευτος, ον) αυτός που αξίζει να προστατευθεί … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek